κακολογίζομαι

κακολογίζομαι
κακολογίζομαι (Α)
(μτγν
τ. εσφ. σχηματισμένος) έχω κακούς λογισμούς, κακές σκέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακῶς) + λογίζομαι «υπολογίζω, λογαριάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”